- ἀναγκάσαντες
- ἀναγκάζωforceaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπωσούν — (Α ὅπως οὖν και όπωσοῡν) επίρρ. κατά κάποιο τρόπο, κάπως («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν ὅστις καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων ἐπιτήδειος εἶναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπως + οὖν] … Dictionary of Greek